ἱππολοφία

ἱππολοφία
ἱππο-λοφία, ,
A horse's mane, Iamb. post Polem.p.50 Hinck.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιππολοφία — ἱππολοφία, ἡ (Α) [ιππόλοφος] η χαίτη τού ίππου …   Dictionary of Greek

  • ἱππολοφίαις — ἱππολοφία horse s mane fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”